• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
root canal n (tooth: nerve cavity)κανάλι ρίζας ουσ ουδ
 An infected root canal can be very painful.
root canal n informal (dental treatment) (οδοντιατρική)απονεύρωση ουσ θηλ
 It took the dentist four hours to do a root canal on my molar.
 Πήρε τέσσερις ώρες στον οδοντίατρό μου να κάνει την απονεύρωση στον τραπεζίτη μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
root canal treatment n (dental treatment)ενδοδοντική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)απονεύρωση ουσ θηλ
 Doctor Gottadrille is an expert providing root canal treatment.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση root canal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «root canal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!